ταχιά

ταχιά
επίρρ. χρον.
1. πρωί, αύριο πολύ πρωί: Κοιμήθηκα νωρίς, ταχιά να ξεκινήσω.
2. γρήγορα: Δωσ' μου ταχιά το γράμμα, μη μας δουν.
3. αύριο, όπου να 'ναι, σύντομα: Ταχιά λογαριαζόμαστε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταχιά — Ν επίρρ. 1. αύριο πρωί πρωί 2. όπου νά ναι, σύντομα, σε λίγο («ταχιά θα λογαριαστούμε») 3. (στον Ερωτόκρ.) γρήγορα («και δώσ του το ταχιά στο παραθύρι») 4. φρ. α) «ταχιά ταχιά» νωρίς αύριο το πρωί β) «ώς ταχιά» μέχρι το πρωί γ) «ταχιά κι αργά»… …   Dictionary of Greek

  • εναλλαγή — η 1. αμοιβαία διαδοχή, διαδοχική αλλαγή: Εναλλαγή ημέρας και νύχτας. 2. (βιολ.), μεταβολή, αλλαγή: Εναλλαγή της ύλης. 3. (βιολ.), το φαινόμενο που παρατηρείται όταν οργανισμοί (ζωικοί ή φυτικοί) δε μοιάζουν με τους γεννήτορες, αλλά έχουν τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δανεικός — ή και ιά, ό (Μ δανεικός, ή, όν) [δάνειο] αυτός τον οποίο δανείζει ή δανείζεται κάποιος νεοελλ. 1. εκείνος που ανήκει σε άλλον 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δανεικά χρήματα τα οποία έχει δανείσει ή δανειστεί κάποιος 3. επίρρ. δανεικά με δάνειο, με …   Dictionary of Greek

  • κάθε — (Μ κάθε και ιδιωμ. κάθα) (άκλιτη αόριστη αντων.) 1. (με ουσ., με άρθρο ή χωρίς άρθρο) καθένας, έκαστος (α. «κάθε άνθρωπος έχει τα βάσανά του» β. «ο κάθε μαθητής θα γράψει τρεις σελίδες») 2. (με αιτ.) αντί τής προθέσεως ανά («κάθε δύο ώρες» ανά… …   Dictionary of Greek

  • ταχειά — Ν επίρρ. βλ. ταχιά …   Dictionary of Greek

  • ταχυτέρου — Ν επίρρ. 1. πολύ πρωί αύριο, ταχιά 2. φρ. «αργά και ταχυτέρου» πρωί και βράδυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχύτερος, συγκριτ. τού επίθ. ταχύς (πρβλ. και ταχύ «πρωί»)] …   Dictionary of Greek

  • ταχυτερ(ι)νή — η, Ν πρωί, πρωινό, αλλ. ταχινή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχιά / ταχύ, αναλογικά προς το επίθ. σημερινός] …   Dictionary of Greek

  • ταχύς — εία, ύ / ταχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, η, ο, υπερθ. ταχύτατος, η, ο και τάχιστος, η, ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, έρα, ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, άτη, ον και τάχιστος, ίστη, ον, ΜΑ, και αττ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • τοδεταχιά — Ν επίρρ. αύριο το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. το δε ταχιά] …   Dictionary of Greek

  • πραματευτής — ο γυρολόγος έμπορος υφασμάτων και άλλων ειδών: Σύρε ταχιά στην Ώρια σπηλιά πραματευτή, με τα ώρια μάτια (Γρυπάρης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”